Μαύρο στο ιστολόγιο του μεγαλύτερου Σωματείου του Ρεθύμνου: Όπως στην ΕΡΤ έπεσε μαύρο από την συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ έτσι και στο Σωματείο Ξεν/ληλων Ρεθύμνου έπεσε μαύρο (ΠΑΣΚΕ), Η ενέργεια αυτή δείχνει ότι κάτι ενοχλεί μήπως οι ειδησιογραφία που υπήρχε στην σελίδα ή οι πληροφορίες για τους Ξεν/λληλους. Το ΜΑΥΡΟ είναι καλό δεν δημιουργεί προβλήματα...

Η Πράσινη Ανάπτυξη με μπλε κόκους διέλυσε τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, οπότε οι εργοδότες είναι ελεύθεροι.

Η τρομοκρατία δε θα περάσει, του λαού η πάλη θα τη σπάσει

Τους Πίνακες για τους χρεώστες του δημοσίου, γιατί τους ανάρτησαν για να μας πουν ότι τόσα χρόνια τα έκαναν πλακάκια με τους κολλητούς και δεν εισέπρατταν φόρους. Φυσικά ούτε τώρα θα εισπράξουν (αφού μαζί τα έφαγαν Πάγκαλε ζεις εσύ μας οδηγείς) γνωστό το σύστημα, έτσι να λέμε και καμιά μπαρούφα να περνάμε την ώρα μας, αφού οι ψηφοφόροι τους, τους πιστεύουν ακόμα. Ρε ουστ. Το Λαμογισταν κόμμα καλό είναι να φύγει.

Το νέο κυβερνητικό σχήμα είναι 80% ΠΑΣΟΚ, 10% Νέα Δημοκρατία, 10% ακροδεξιά = 100% μνημόνιο. Ψηφίζεις ΠΑΣΟΚ βγαίνει ΛΑΟΣ. Στις επόμενες Εκλογές ενιαίο ψηφοδέλτιο για να μην υπάρχουν διλήμματα.

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ

Όταν έχεις πρόβλημα με την δουλειά σου, μερικοί κανόνες:

* Γίνεσαι μέλος του Σωματείου αν δεν είσαι, αλλιώς δεν ισχύει η ΚΣΣΕ σου
* Δεν χάνεις την ιδιοσυγκρασία σου,
* Δεν παραιτείσαι,
* Είσαι ψύχραιμος,
* Κράτησε σημειώσεις τι έχει συμβεί και τι συμβαίνει,
* Έρχεσαι σε επαφή με το Σωματείο σου όσο το δυνατόν συντομότερο,
* Δεν υπογράφεις κανένα χαρτί ή γράφεις ΜΕ ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΚΑΘΕ ΝΟΜΙΜΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΜΟΥ και μετά η υπογραφή.
Ν.Δ 29,66% 1.825.609 έδρες 129, ΣΥΡΙΖΑ 26,89% 1.655.053 έδρες 71, ΠΑΣΟΚ 12,18 % 755.832 έδρες 33, Ανεξάρτητοι Έλληνες 7,51% 462.456 έδρες 20, Χρυσή Αυγή 6,92% 425.980 έδρες 18, Δημ. Αρ. 6,26% 385.079 έδρες 17., Κ.Κ.Ε. 4,50% 277.179 έδρες 12,


Η κυβέρνηση σωτηρίας με εθνοσωτήρες μέσα, οικογενειακής εντιμότητας. Άκη ζεις εσύ μας οδηγείς Α.Ε.

ΑΠΕΡΓΙΕΣ-ΣΥΓΚΕΤΡΩΣΕΙΣ

ΔΕΝ ΦΟΒΟΜΑΣΤΕ ΠΙΑ!

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΕΠΕ (ΣΩΜΑ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΕΛΙΞΙΑΣ).

ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΨΑΛΗ

Εισαγωγικά

Η κριτική για το περιεχόμενο των διατάξεων του νομοσχεδίου με θέμα την αναμόρφωση του Σώματος Επιθεώρησης της Εργασίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά στα πλαίσια του νέου εργασιακού τοπίου, όπως έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα από τις αρχές του 2010 μέχρι σήμερα.

Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, με την συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση στην κατεύθυνση της ανασύστασης του ΣΕΠΕ, «πραγματώνεται μια συμβατική εκ του νόμου 3845/2010 (μνημόνιο) υποχρέωση» της κυβέρνησης έναντι της τρόικας και των δανειστών. Οι οποίοι προφανώς δεν αξιώνουν την αυξημένη προστασία των εργαζομένων ή την ενίσχυση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων.

Ενώ η απορρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας αποτέλεσε κατεπείγουσα προτεραιότητα, τόσο του μνημονίου, όσο και των επόμενων νομοθετημάτων της κυβέρνησης μέχρι και σήμερα (μεσοπρόθεσμο πλαίσιο), η αναμόρφωση του ΣΕΠΕ γίνεται με μεγάλη καθυστέρηση και οριακά εντός των χρονοδιαγραμμάτων που έθετε το αρχικό μνημόνιο (Ιούνιος 2011).

Μάλιστα, η κατάθεση του νομοσχεδίου 15 μήνες μετά την εξαγγελία του και 7 μήνες μετά την δημοσίευση του προσχεδίου (και μάλιστα με επουσιωδέστατες διαφοροποιήσεις σήμερα σε σχέση με αυτό το αρχικό κείμενο) δημιουργούν εύλογα ερωτήματα γύρω από την αδικαιολόγητη, εν τέλει, καθυστέρηση κατάθεσής του, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.

Βέβαια, πρέπει να αναφερθεί ότι με τον νόμο 3846/2010 (Εγγυήσεις κατά της εργασιακής ανασφάλειας) θεσπίσθηκαν ορισμένες ρυθμίσεις που αφορούν στο ΣΕΠΕ, όπως ιδίως διοικητικές κυρώσεις σε εργοδότες σε περίπτωση απόκρυψης στοιχείων σε ελέγχους του ΣΕΠΕ. Επίσης, προβλέφθηκε από την μια, η υποχρεωτική παρουσία του εργοδότη κατά την διενέργεια των διαδικασιών επίλυσης των εργατικών διαφορών (και η επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του) και από την άλλη η επιβολή διοικητικών κυρώσεων στην περίπτωση παράνομης απασχόλησης υπηκόων τρίτων χωρών.

Ωστόσο, μετά από την κατάρρευση της εργατικής νομοθεσίας που επιτελέσθηκε σε μεγάλο βάθος και με εκπληκτική ταχύτητα από την άνοιξη του 2010 μέχρι σήμερα, εύλογα τίθεται το ερώτημα την τήρηση ποιων δικαιωμάτων θα εγγυάται πλέον το ΣΕΠΕ.

Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι το θράσος να βαφτίζεται «αναμόρφωση» και «ενίσχυση» του ΣΕΠΕ ένα νομοθέτημα το οποίο, κάτω από την αμφίεση ορισμένων επουσιωδών και εν πολλοίς αυτονόητων βελτιωτικών παρεμβάσεων στην εσωτερική λειτουργία του φορέα ελλοχεύει ένα ακόμη πλήγμα στα κοινωνικά-ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων, ενώ εξασφαλίζεται η σύναψη των ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας ως εργαλείο για την περαιτέρω απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.

Ο στόχος της δημιουργίας ενός «ευέλικτου σώματος με υψηλό κύρος και κοινωνική αποδοχή» επιδιώκεται να επιτευχθεί μέσα από τρεις βασικούς άξονες: α) την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των ελέγχων, β) την ενίσχυση του συμφιλιωτικού χαρακτήρα του ΣΕΠΕ και γ) την ενίσχυση του προληπτικού ελέγχου.

Ακόμη όμως και στην περίπτωση που η κωδικοποιημένη -σε ένα ενιαίο πλέον κείμενο- νομοθεσία εφαρμοστεί απαρέγκλιτα, ελάχιστα θα βελτιωθεί επί της ουσίας η θέση του έλληνα και μετανάστη μισθωτού στο γενικευμένο περιβάλλον εργασιακής ζούγκλας.

«Σε περιόδους κρίσης όπως αυτή που διανύει σήμερα η χώρα μας, οι παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας πολλαπλασιάζονται και καθίσταται εντονότερη η ανάγκη ενίσχυσης των μηχανισμών ελέγχου, η αποτελεσματική λειτουργία των οποίων προστατεύει σε μεγάλο βαθμό τους εργαζόμενους από αυθαιρεσίες της εργοδοσίας ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει, με την εφαρμογή ενιαίων κανόνων, τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων».

Η συγκεκριμένη επί της αρχής αιτιολόγηση της νομοθετικής παρέμβασης της κυβέρνησης είναι εξοργιστική και προκλητική, αν συνυπολογισθεί το μέγεθος ενίσχυσης της εργοδοτικής αυθαιρεσίας δια της νομιμοποίησής της με όλους τους αντεργατικούς νόμους που έχουν προηγηθεί, από τον 3833/2010 μέχρι τον 3899/2010. Μετατρέποντας σε νόμο του κράτους τα πιο τρελά όνειρα της εργοδοσίας, και περιβάλλοντας με θεσμική ισχύ την αχαλίνωτη ασυδοσία του μικρού και μεγάλου κεφαλαίου, το ενδεχόμενο ευθείας παραβίασης της εργατικής νομοθεσίας θεωρητικά σε τυπικό επίπεδο περιορίζεται.

Για παράδειγμα, απολύτως νόμιμες είναι σήμερα παραδοσιακές εργοδοτικές πρακτικές όπως οι απλήρωτες υπερωρίες (διευθέτηση του χρόνου εργασίας), η μείωση των αποδοχών και η μείωση του εργάσιμου χρόνου (εκ περιτροπής, μερική απασχόληση), η ατομική διαπραγμάτευση και η μη εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Στην πράξη, βέβαια, ενθαρρύνεται και η άτυπη παραβίαση της εναπομείνασας εργατικής νομοθεσίας δεδομένου ότι ο συνδυασμός της εφιαλτικής διάστασης της ανεργίας με την πλήρως απελευθερωμένη και μειωμένου κόστους απόλυση επιβάλλει στον εργαζόμενο την σιωπηρή αποδοχή κάθε τύπου ευελιξίας πέρα από τον νόμο.

Το ταξικό χάσμα είναι πλέον αγεφύρωτο. Η προσφυγή του εργαζόμενου στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα και η ενίσχυση των συμφιλιωτικών διαδικασιών παραμένει ως δυνατότητα, αλλά απομακρύνεται σαν προοπτική. Η ευρύτατα νομιμοποιημένη ευελιξία, η εκδικητική απόλυση και η τοποθέτηση στην μαύρη λίστα, ιδίως σε κλειστές αγορές εργασίας (σε κλαδικό-επαγγελματικό ή γεωγραφικό επίπεδο), μετατρέπουν την αυτονόητη άλλοτε διεκδίκηση σε επικίνδυνο παλικαρισμό.

Η ανερμήνευτη καθυστέρηση στην υιοθέτηση ενός ολοκληρωμένου επί σειρά μηνών νομοσχεδίου και η σχεδόν ταυτόχρονη με αυτήν του μεσοπρόθεσμου πλαισίου κατάθεσή του, γίνεται για να δοθεί μια ψευδαίσθηση κοινωνικής ευαισθησίας από την κυβέρνηση, ώστε να ωραιοποιηθεί επικοινωνιακά η αποκρουστική εικόνα της νέας αντεργατικής και αντικοινωνικής λαίλαπας εν όψει της σύναψης του νέου αποικιακού τύπου δανείου.

Κατ’ άρθρον σχολιασμός

Άρθρα 1-2 (Σύσταση-Αρμοδιότητες)

Συστήνεται το νέο Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας και περιγράφονται οι διευρυμένες αρμοδιότητές του στον έλεγχο της εργατικής νομοθεσίας και στους τρεις τομείς της οικονομίας (πρωτογενής, δευτερογενής, τριτογενής) όπως προέκυψαν στην πορεία του χρόνου με την ανάθεση στο Σώμα καθηκόντων, που αφορούν στην τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, στην απασχόληση μεταναστών, στην κύρωση εσωτερικών κανονισμών εργασίας σε επιχειρήσεις άνω των 40 εργαζομένων και στην συνεργασία του ΣΕΠΕ με άλλους φορείς ή ανεξάρτητες αρχές.

Άρθρα 3-4 (Συμφιλιωτική διαδικασία)

Στα άρθρα αυτά περιγράφεται η συμφιλιωτική διαδικασία και η διαδικασία επίλυσης διαφορών ανάμεσα στις δύο πλευρές της εργασιακής σχέσης. Περισσότερα ερωτηματικά παρά απαντήσεις εμπεριέχονται στις δύο εν λόγω διατάξεις αναφορικά με την διαδικασία της συμφιλίωσης των δύο μερών.

N Μια πρώτη επιφύλαξη μπορεί να διατυπωθεί αναφορικά με την ενισχυμένη παρέμβαση της διοίκησης στο πεδίο της εργατικής διαφοράς, στον βαθμό που η συγκεκριμένη διαδικασία μπορεί υπό προϋποθέσεις να συνεπάγεται την εμπλοκή, εκτός του αρμόδιου Συμφιλιωτή, και άλλων κεντρικών υπηρεσιών του υπουργείου Εργασίας ή ακόμη και εκπροσώπων άλλων υπουργείων, όπως ιδίως αυτού της Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας.

Ενδεικτικά, της εργατικής υπόθεσης επιλαμβάνεται η αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου εργασίας και κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον πρόκειται για διαφορά «εθνικού επιπέδου», όπως όταν είναι ορατό το ενδεχόμενο της διατάραξης της εργασιακής ειρήνης, με συνέπεια την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και σοβαρές επιπτώσεις στην εθνική οικονομία.

Η ανεξαρτησία του ΣΕΠΕ και ιδίως του συμφιλιωτή είναι δυνατόν να υποχωρήσει υπέρ της ευθείας ανάμιξης του κράτους, εφόσον πρόκειται για εργατική διαφορά η οποία θα κρίνεται από το ίδιο το κράτος ως δυνάμενη να προκαλέσει κοινωνικές διαμάχες. Σε αυτήν την περίπτωση ο υπουργός εργασίας μπορεί σε «εξαιρετικές περιπτώσεις», όπως μόνον ο ίδιος αποκλειστικά μπορεί να αξιολογήσει, να συγκροτήσει με απόφασή του Επιτροπή συμφιλίωσης και αρμόδιο εισηγητή, χωρίς όμως να παρέχεται στο νομοσχέδιο καμία άλλη σχετική πληροφόρηση γύρω από την εν λόγω δυνατότητα.

N Ο προβληματισμός σχετικά με τις νέες ρυθμίσεις πηγάζει κυρίως από την ταχύτητα της όλης διαδικασίας, από την δυνατότητα μονομερούς προσφυγής της εργοδοτικής πλευράς, αλλά και από την αυξημένη δεσμευτική ισχύ που μπορεί να λάβει η ολοκλήρωση της διαδικασίας συμφιλίωσης. Και αυτό γιατί πρόθεση του νομοθέτη είναι η εξέλιξη της συμφιλίωσης με ταχείς διαδικασίες και με στόχο την όσο το δυνατόν συντομότερη επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των πλευρών, το αργότερο εντός 20 ημερών από την διεξαγωγή της σχετικής συζήτησης.

Εντούτοις, τα αυξημένα δικαστικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας σε συνδυασμό με το αυξημένο κύρος της περάτωσης της συμφιλίωσης, απαιτούν την περαιτέρω διευκρίνιση στο ζήτημα της δεσμευτικής ισχύος του πρακτικού ολοκλήρωσης της διαδικασίας, η οποία διεξάγεται με συνοπτικές διεργασίες.

Για παράδειγμα η διατύπωση της παραγράφου 10 του άρθρου 3 είναι ασαφής σχετικά με το κατά πόσον το πρακτικό που συντάσσεται στο τέλος εμπεριέχει δεσμευτικούς όρους (και μάλιστα επί ποινή αυστηρών κυρώσεων), ανεξάρτητα από την επίτευξη ή μη (εν όλω ή εν μέρει) συμφωνίας των μερών. Στο αντίστοιχο σημείο πάντως η αιτιολογική έκθεση επί των άρθρων αναφέρει ότι το πρακτικό έχει δεσμευτική ισχύ χωρίς να περιλαμβάνει ρητά τον όρο της συνομολόγησης κοινά αποδεκτής λύσης.

N Παράλληλα, η πίεση που ασκείται πλέον στο σημερινό εργασιακό περιβάλλον πάνω στην εργατική πλευρά ενδέχεται να οδηγήσει σε εκπτώσεις ως προς την απαίτηση δικαιωμάτων ή παροχών από τον εργαζόμενο μπροστά στον κίνδυνο να βρεθεί χωρίς δουλειά σε μια συγκυρία με πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας.

Ο κίνδυνος αυτός είναι ορατός ιδίως όταν εκείνος που θα προσφεύγει στο ΣΕΠΕ θα είναι ο εργοδότης στην προσπάθειά του να επιβάλλει, είτε μείωση αποδοχών, είτε την εφαρμογή οποιουδήποτε μοντέλου ευέλικτης απασχόλησης (εκ περιτροπής εργασία, μερική απασχόληση, διαθεσιμότητα, εργασία κατά την 6η ημέρα της εβδομάδας κοκ) κατοχυρώνοντας μάλιστα επίσημα, με το πρακτικό ανά χείρας, ότι εξάντλησε όλα τα όρια «διαβούλευσης» και ειρηνικής επίλυσης της «διαφοράς».

Προβληματική σε αυτήν την λογική είναι και η διατύπωση στο κείμενο της προαναφερθείσας παραγράφου, η οποία αναφέρει το αυτονόητο, ότι «ο συμβιβασμός αυτός δεν μπορεί να οδηγήσει σε παραίτηση από δικαιώματα τα οποία πηγάζουν από κανόνες δημόσιας τάξης», μάλλον για να υπονοήσει ότι το αντίθετο είναι θεμιτό (ή επιθυμητό) για όλα τα υπόλοιπα δικαιώματα.

Επίσης στο κείμενο της αιτιολογικής έκθεσης αναφέρεται σχετικά ότι «υπηρεσίες συμφιλίωσης μπορούν να ζητηθούν και για κάθε θέμα διαβούλευσης μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων, που προβλέπεται από την εργατική νομοθεσία, όπως ομαδικές απολύσεις, εφαρμογή προγράμματος εκ περιτροπής εργασίας κλπ».

Για τον λόγο αυτό σκόπιμο θα ήταν να προβλεφτεί ρητά στον νόμο ότι δεσμευτική ισχύ θα μπορούσε να έχει το πρακτικό εφόσον σωρευτικά:

πρώτον, εμπεριέχει κοινά αποδεκτές λύσεις με ρητή συμφωνία των μερών και μόνον ως προς αυτό το πεδίο,
δεύτερον, συνυπογράφεται υποχρεωτικά και από νομικό εκπρόσωπο ή από συνδικαλιστικό εκπρόσωπο της επιλογής του εργαζομένου και
τρίτον, ορίζεται στον νόμο ότι σε περίπτωση προσφυγής στην διαδικασία συμφιλίωσης θεμελιώνεται αμάχητο τεκμήριο υπέρ της άκυρης απόλυσης για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (ένα έτος), με στόχο την προληπτική αντιμετώπιση του ενδεχόμενου εκδικητικής απόλυσης από τον εργοδότη.

N Εφόσον, όλες οι προηγούμενες επιφυλάξεις είναι το ελάχιστον βάσιμες το μαχητό (και όχι αμάχητο) τεκμήριο περί την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών του απουσιάζοντος μέρους της διαφοράς από την διαδικασία, συνιστά κίνηση εντυπωσιασμού και μάλλον επιβεβαιώνει τις σχετικές καχυποψίες.

Πρώτον, γιατί επιδιώκεται να εξασφαλίζεται (εκβιάζεται) η παρουσία του εργαζόμενου με σκοπό την υπογραφή του δεσμευτικού πρακτικού και δεύτερον γιατί προφανώς ο εργοδότης δεν θα έχει πλέον κανέναν λόγο να σαμποτάρει, όπως πολύ συχνά έκανε μέχρι σήμερα, την διαδικασία εξέτασης καταγγελιών ενώπιον του αρμοδίου καταστήματος του ΣΕΠΕ.

N Επιπρόσθετα, στα πλαίσια μιας διαδικασίας συμφιλίωσης αμφιβόλου ανεξαρτησίας και μειωμένης επιστημονικής επάρκειας, άγνωστο παραμένει τι ακριβώς σημαίνει ότι επιλύονται στην συμφιλίωση ζητήματα συλλογικής διαφοράς, τα οποία δεν εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του ΟΜΕΔ.

Το νομοσχέδιο αναφέρει ότι «συμφιλιωτική διαδικασία δεν διεξάγεται για υποθέσεις αρμοδιότητας του ΟΜΕΔ όπως αυτές καθορίζονται στο νόμο 1876/1990», αλλά η αιτιολογική επί των άρθρων έκθεση αναφέρει ότι το ΣΕΠΕ εφόσον του ζητηθεί παρεμβαίνει συμφιλιωτικά για την επίλυση συλλογικών εργατικών διαφορών και συνδράμει συμβουλευτικά τα μέρη για την διεξαγωγή συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Ως εκ τούτου προκύπτουν, κατ’ αρχήν, τα εξής ερωτήματα:

Τι ισχύει στην περίπτωση που, όπως προβλέπεται στον νόμο 3899/2010, δεν υπάρχει στο στάδιο της διαιτησίας στον ΟΜΕΔ δέσμευση παρά για την έκδοση απόφασης αποκλειστικά επί το ζήτημα των κατώτατων αποδοχών; Για τα υπόλοιπα ζητήματα για τα οποία η διαπραγμάτευση συνεχίζεται μέχρι την επίτευξη συμφωνίας, ισχύει η δυνατότητα υπαγωγής τους στην συμφιλίωση του ΣΕΠΕ, έστω για παροχή συμβουλών στα δύο μέρη;
Θα τοποθετείται ο συμφιλιωτής επί του καταχρηστικού ή μη της άσκησης του δικαιώματος στην απεργία ή στην στάση εργασίας στα πλαίσια διαφοράς από την οποία «διαταράσσεται η κοινωνική ειρήνη» και η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς; Σε μια τέτοια περίπτωση τι θα σημαίνει η παραγωγή εννόμων συνεπειών από ένα πρακτικό ή έστω από μια αιτιολογημένη γνώμη που δεν θα προϋποθέτει συμφωνία των μερών;
Ποιος ο λόγος αναγνώρισης στο ΣΕΠΕ αρμοδιοτήτων που πολύ πρόσφατα έχουν αφαιρεθεί από τον ΟΜΕΔ με το νόμο 3899/2010 σε συνδυασμό με τον νόμο 3871/2010; Γιατί δεν επιλέχθηκε η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των μεσολαβητών και των διαιτητών παρά μετατράπηκε ο Οργανισμός σε φωτοτυπικό μηχάνημα προειλημμένων αποφάσεων;

Ο κίνδυνος θέσπισης διόδων για την από τα πλάγια επιβολή συλλογικών-συμφιλιωτικών διαδικασιών είναι εμφανής.

N Τέλος, ο στόχος της αποφυγής ατέρμονων δικαστικών αγώνων και της προώθησης εξωδικαστικής επίλυσης των εργατικών διαφορών, όπως αναφέρεται, θα μπορούσε να επιτυγχάνεται με άλλου είδους δομές, ιδίως τριμερούς εκπροσώπησης, με την παρουσία τακτικού δικαστή και εκπροσώπων των οργανώσεων των κοινωνικών ανταγωνιστών, όπως τα εργατοδικεία που με επιτυχία λειτουργούν επί μακρόν και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.

Άρθρα 5- 20 (Διοικητικής φύσης θέματα του ΣΕΠΕ)

Στα άρθρα αυτά ρυθμίζονται θέματα εσωτερικής οργάνωσης, στελέχωσης και λειτουργίας του ΣΕΠΕ, όπως η καινοτόμος σύσταση αυτοτελούς γραφείου ενημέρωσης, υποδοχής, αξιολόγησης και διαχείρισης καταγγελιών και της ειδικής ομάδας ετοιμότητας και άμεση επέμβασης που θα λειτουργεί σε 24ωρη βάση.

Επίσης εισάγεται η ηλεκτρονική διασύνδεση του ΣΕΠΕ, του ΙΚΑ και του ΟΑΕΔ για την μείωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών.

Άρθρα 21- 22 (Κοινωνικός έλεγχος του ΣΕΠΕ και ετήσια έκθεση πεπραγμένων)

Ρυθμίζονται ζητήματα σύστασης, λειτουργίας και αρμοδιοτήτων του ΣΚΕΕΕ, του Συμβουλίου Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας, στο οποίο μετέχουν και εκπρόσωποι των οργανώσεων των κοινωνικών ανταγωνιστών, όπως δύο εκπρόσωποι της ΓΣΕΕ και ένας της ΑΔΕΔΥ. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του ΣΚΕΕΕ είναι και η διατύπωση γνώμης για την σκοπιμότητα της κατάρτισης ειδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας σύμφωνα με όσα ορίζονται στον άρθρο 13 του νόμου 3899/2010.

Άρθρα 23-24 (Κυρώσεις, πρόστιμα για παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας)

Στα πλαίσια της διαμόρφωσης των κυρώσεων και των προστίμων από την παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας παρέχονται απαλλαγές και ελαφρύνσεις στην εργοδοτική πλευρά ως κίνητρα για την ταχεία αποπληρωμή των προστίμων και υπό τον όρο της μη υποτροπής κατά την διάρκεια ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος (4 ετών).

Ειδικότερα, σε περίπτωση σοβαρών παραβάσεων όπως η μη καταβολή δεδουλευμένων, επιδομάτων εορτών και αδείας, αναδρομικών αποδοχών, προσαυξήσεων σε συνάρτηση με τον χρόνο εργασίας κλπ, εφόσον ο εργοδότης αποδεχθεί το διοικητικό πρόστιμο και αποπληρώσει πλήρως και ολοσχερώς τον εργαζόμενο εντός δύο μηνών πριμοδοτείται με μια σκανδαλώδη έκπτωση 80% επί του προστίμου.

Για όλες τις υπόλοιπες παραβάσεις πλην αυτών που αφορούν στην αδήλωτη απασχόληση η έκπτωση είναι «μόλις» 30% εφόσον η συμμόρφωση του εργοδότη γίνει εντός 15ημέρου από την κοινοποίηση της απόφασης επιβολής του προστίμου.

Άρθρο 25-26 (Αποτροπή αδήλωτης απασχόλησης και κάρτα εργασίας)

Με τα άρθρα αυτά επιδιώκεται να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι επιχειρείται η καταπολέμηση του φαινομένου της αδήλωτης απασχόλησης, ωστόσο ορισμένες δήθεν πρωτοποριακές ρυθμίσεις, όχι μόνο αποτελούν εφαρμογή της γνωστής συνταγής της μείωσης του εργασιακού κόστους, αλλά επί της ουσίας ενισχύουν την εισφοροδιαφυγή τουλάχιστον ως προς την ποσοτική της διάστασης.

Ειδικότερα:

Από τα μέσα για την αύξηση της δυνατότητας ελέγχου του Σώματος ξεχωρίζει η καινοτομία της «κάρτας εργασίας», με την οποία απεικονίζεται ηλεκτρονικά η ώρα προσέλευσης και αποχώρησης του εργαζόμενου, καθώς και το ωράριο εργασίας. Τα συγκεκριμένα στοιχεία προβλέπεται να καταχωρούνται με On-Line σύνδεση σε ένα ενιαίο κεντρικό σύστημα για τους τρεις σχετικούς με την αγορά εργασίας θεσμούς (Ι.Κ.Α., Σ.ΕΠ.Ε., Ο.Α.Ε.Δ.).

N Μια πρώτη παρατήρηση αφορά στο γεγονός ότι με την εν λόγω κάρτα θα ελέγχεται μόνο το ωράριο και κανένα άλλο ποιοτικό στοιχείο της εξέλιξης της εργασιακής σχέσης.

Εφόσον δεν είναι δυνατή η διασταύρωση των στοιχείων αυτών με τα συμφωνηθέντα σε ατομικό (σύμβαση εργασίας) ή συλλογικό επίπεδο (ειδική εσσε κλπ) η συστηματική καταγραφή του ωραρίου θα είχε χρησιμότητα για τον εργαζόμενο σε περίπτωση δικαστικής ή εξώδικής διεκδίκησης αξιώσεων του, οι οποίες πηγάζουν από τον χρόνο εργασίας (διευκόλυνση απόδειξης των πραγματικών περιστατικών).

Εντούτοις, ακόμη και η κάρτα δεν εγγυάται την καταστρατήγηση των νόμιμων ή συμβατικών ορίων για τον χρόνο εργασίας, εφόσον είναι πολύ πιθανό η διάρκεια της πραγματικής εργασίας να μην αντιστοιχεί με τα χρονικά σημεία «χτυπήματος» της κάρτας στην είσοδο της επιχείρησης.

N Κατά δεύτερον, επειδή προφανώς η υπαγωγή στο νέο ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης της έλευσης και της αποχώρησης στον χώρο εργασίας δεν θα είναι προαιρετική, αλλά υποχρεωτική και πιλοτική, θεσπίζονται σκανδαλώδεις απαλλαγές και όχι κίνητρα για την εργοδοτική πλευρά (αλλά υποτίθεται και για την εργατική).

Εφόσον λοιπόν ο εργοδότης που υπαχθεί στο σύστημα καταβάλλει εγκαίρως τις ασφαλιστικές εισφορές, το σύνολο αυτών (εργοδοτική και εργατική συμμετοχή) θα μειωθεί κατά 10%. Η επιβολή του μέτρου θα γίνει αρχικά σε περιοχές, κλάδους και τύπους επιχειρήσεων στις οποίες παρατηρούνται διαχρονικά υψηλά ποσοστά αδήλωτης εργασίας.

N Η εν λόγω προσπάθεια εντάσσεται στην πρόσφατα παρατηρούμενη «στροφή» της κυβερνητικής επίθεσης στα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα.

Αφού η τρόικα κατόρθωσε να συρρικνώσει δραστικά το άμεσο εργασιακό κόστος με πλήθος αντεργατικών ρυθμίσεων (και ενώ παράλληλα καταρρίφθηκε πανηγυρικά και ο μύθος ότι η μείωση των μισθών συμβάλλει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και των επιχειρήσεων) ανακαλύφθηκε ένας νέος εχθρός: το έμμεσο μισθολογικό κόστος.

Το πρώτο χτύπημα έγινε με τις εξαγγελίες του υπουργείου εργασίας επί ημερών Κατσέλη σε σχέση με προγράμματα επανόδου των ανέργων στην αγορά εργασίας μέσα από την απαλλαγή των εργοδοτών από το βάρος κάλυψης των κοινωνικοασφαλιστικών εισφορών και την μετακύλησή τους στον ΟΑΕΔ, δηλαδή στις πλάτες του κοινωνικού συνόλου και των ίδιων των εργαζομένων.

Το δεύτερο χτύπημα γίνεται τώρα με την μείωση των εισφορών με αφορμή την κάρτα εργασίας, η οποία θα έχει ανυπολόγιστες συνέπειες για την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων και την προοπτική αξιοπρεπούς συνταξιοδότησης των εργαζομένων (ατομικός κουμπαράς του νέου ασφαλιστικού), ενώ αναμένεται να ωθήσει-υποχρεώσει πολλούς εργαζόμενους στην λύση της καταβολής μέρους της αύξησης του καθαρού εισοδήματός τους (που θα προκύψει από την μείωση των εισφορών) προς την ιδιωτική ασφάλιση.

Σκανδαλώδης είναι η επιβολή προστίμου και στον εργαζόμενο (200 ευρώ) από την παραβίαση της νομοθεσίας που αφορά στο σύστημα με την κάρτα εργασίας «δεδομένου ότι και αυτός ωφελείται μισθολογικά από την ρύθμιση».

N Σε σχέση με την επινόηση της κάρτας εργασίας ως μέσο τήρησης της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας δεν παρέχονται εγγυήσεις για μη καταστρατήγηση της χρήσης της, εφόσον διατηρούνται οι γνωστές μέθοδοι εικονικής δήλωσης των ωρών εργασίας, ενώ σε κάθε περίπτωση άλλα ουσιώδη και αποτελεσματικά κίνητρα και αντικίνητρα για τον περιορισμό της αδήλωτης απασχόλησης απουσιάζουν.

Αποδείχθηκε περίτρανα ότι ήταν εντελώς προσχηματική η κατά καιρούς επίσημη δικαιολογία της καθυστέρησης κατάθεσης του εν λόγω νομοσχεδίου δήθεν λόγω της επίπονης αναζήτησης μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης στο μείζον ζήτημα της αντιμετώπισης της αδήλωτης απασχόλησης. Και αυτό γιατί, όχι μόνο οι οικείες διατάξεις του προσχεδίου επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτούσιες στο νομοσχέδιο, αλλά επίσης επειδή στην πραγματικότητα η αδήλωτη απασχόληση εδραιώνεται και ενισχύεται με θεσμικά μέσα.

Επίσης, ο στόχος της καταπολέμησης της ανασφάλιστης εργασίας, που πράγματι παραμένει ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, δεν μπορεί να δικαιολογεί ή να νομιμοποιεί την παραβίαση της οικείας νομοθεσίας και να οδηγεί στην συρρίκνωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων και των αποθεματικών των ταμείων.

Άλλωστε, το αίσθημα ασυδοσίας και ατιμωρησίας που εμπνέουν οι αντεργατικές ρυθμίσεις στα πλαίσια υλοποίησης της πολιτικής του μνημονίου ενισχύουν την τάση για αδήλωτη εργασία στις τάξεις των εργοδοτών, αλλά και των εργαζομένων οι οποίοι μπροστά στον κίνδυνο της μακροχρόνιας ανεργίας και της φτώχειας είναι συχνά αναγκασμένοι να αποδέχονται –εάν όχι να εισηγούνται- την έστω εν μέρει μαύρη ή ανασφάλιστη εργασία τους.

N Απουσιάζει δε και ο συχνάκις εξαγγελθείς ορισμός της αδήλωτης απασχόλησης. Και αυτό είναι πολύ λογικό διότι με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο κάθε άλλο παρά η καταπολέμηση του φαινομένου επιδιώκεται.

Εντούτοις, η προσαρμογή του ορισμού της αδήλωτης εργασίας στην ελληνική περίπτωση περιλαμβάνει απαραίτητα την μελέτη της ιδιαιτερότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και την παραδοχή ότι η ποιοτική και ποσοτική του διάσταση δεν πρέπει να παραγνωρίζεται (βλέπε στο παράρτημα 1, έναν προτεινόμενο ορισμό της αδήλωτης εργασίας).

N Επιπρόσθετα, το υπουργείο σημειώνει ήδη από την εποχή του προσχεδίου του νόμου ότι «στόχος είναι να περιορίσουμε αισθητά την εισφοροδιαφυγή και να διευρύνουμε την ασφαλιστική βάση. Να πληρώνουν περισσότεροι, αν είναι δυνατόν όλοι, προκειμένου να υπάρξει ελάφρυνση για όλες τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους».

Όμως, η διατήρηση του άδικου συστήματος παροχής αδειών διαμονής σε συνάρτηση με την απόδειξη ενός ορισμένου αριθμού ενσήμων με ευθύνη του μετανάστη έχει οδηγήσει (σύμφωνα με επίσημες πηγές) στην «από-νομιμοποίηση» περισσότερων από 150.000 μεταναστών από τα τέλη του 2008 έως σήμερα, ανεβάζοντας έτσι τον συνολικό αριθμό περίπου στο μισό εκατομμύριο.

Η διεύρυνση της ασφαλιστικής βάσης θα ήταν προτιμότερο να επιδιωχθεί με την επαναφορά στην νομιμότητα των εκατοντάδων χιλιάδων μόνιμα εγκατεστημένων στην χώρα μεταναστών και όχι με την παροχή-απαλλαγών κινήτρων στους παρανομούντες εργοδότες.

Στην κατεύθυνση αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε πρόταση νόμου σχετικά με την οριστική τακτοποίηση του καθεστώτος διαμονής των μεταναστών με αφορμή του οποίου επεξεργάστηκε ορισμένα κίνητρα και αντικίνητρα καταπολέμησης της αδήλωτης απασχόλησης, το πνεύμα των οποίων θα μπορούσε να εφαρμοστεί για το σύνολο του πληθυσμού (βλ. στο παράρτημα 2 το οικείο κεφάλαιο της πρότασης νόμου της 21/03/2011).

N Μια δέσμη ουσιαστικών κινήτρων και αντικινήτρων για την πάταξη της εισφοροδιαφυγής και την καταπολέμηση τα αδήλωτης εργασίας θα αποτελούσε:

α) η αυξημένη προστασία του εργαζόμενου έναντι του εργοδότη του από κυρώσεις όπως η απόλυση σε περίπτωση καταγγελίας της αδήλωτης απασχόλησης,

β) οι αυστηρές κυρώσεις για τον ίδιο τον εργαζόμενο και τον εργοδότη σε περίπτωση αδήλωτης εργασίας με βάση όσα περιλαμβάνονται στην πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με την ρύθμιση του καθεστώτος εργασίας των μεταναστών εργατών,

γ) η «πριμοδότηση» του καταγγέλλοντος εργαζόμενου με φοροαπαλλαγές ή με καταβολή συγκεκριμένου ποσού ως ποσοστό επί % υπολογιζόμενου επί των ποσών που εξασφαλίζονται από την καταγγελία για το ασφαλιστικό του ταμείο και επ’αυτών που αντιστοιχούν στο ύψος του σχετικού προστίμου στον εργοδότη,

δ) η κατάργηση του αντι-ασφαλιστικού νόμου 3863/2010 και η αύξηση των πιθανοτήτων επιβίωσης και λήψης αξιοπρεπούς σύνταξης, ως βασικό κίνητρο επιδίωξης από τον ίδιο τον εργαζόμενο της πλήρως και καταλλήλως δηλωμένης εργασίας του και με στόχο μακροπρόθεσμα οφέλη για τον ίδιο κατά τρόπο άμεσο (ύψος σύνταξης) και έμμεσο (βιωσιμότητα του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης).

N Τέλος πρέπει να τονιστεί ότι σε μελλοντικές υπουργικές αποφάσεις παραπέμπονται ορισμένα πολύ σημαντικά ζητήματα, όπως ιδίως η επέκταση της κάρτας εργασίας σε άλλους κλάδους ή περιοχές της χώρας και η αύξηση της θεσμικής εισφοροδιαφυγής (ποσοστού έκπτωσης επί των ασφαλιστικών εισφορών) με βάση την αποτίμηση της πιλοτικής λειτουργίας του συστήματος (από τον Σεπτέμβριο του 2011) σε συνάρτηση της «επίτευξης καθαρού θετικού δημοσιονομικού αποτελέσματος στο ασφαλιστικό σύστημα από την εφαρμογή του».

Ενδεικτικά σε σχέση με τις κυβερνητικές προθέσεις να αναφερθεί ότι στο προσχέδιο του νόμου η σταδιακή από τον Ιούλιο του 2011 μέχρι το 2013 έκπτωση στις ασφαλιστικές έφτανε στο 25%!

Άρθρα 27-33

Ρυθμίζονται ζητήματα, όπως η κοινοποίηση πράξεων, ποινικές κυρώσεις, θέματα για ιατρούς εργασίας και ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, τα μικτά κλιμάκια ελέγχου και οι μεταβατικές ή καταργούμενες διατάξεις.

Άλλα άρθρα από το μέρος Β΄ του νόμου (ρυθμίσεις θεμάτων κοινωνικής ασφάλισης)

Άρθρο 36 : αυξημένη προστασία παρέχεται στην εργαζόμενη σε περίπτωση απόλυσης λόγω μητρότητας.

Άρθρο 66: επέρχονται αλλαγές στο θέμα της αυτασφάλισης απολυόμενων ηλικίας 55-64 ετών με συμμετοχή του εργοδότη και του ΟΑΕΔ στην κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών, με κυριότερες τις εξής:

την επέκταση της δυνατότητας υπαγωγής στην εν λόγω ρύθμιση όσων δεν μπόρεσαν να το κάνουν στα χρονικά περιθώρια του νόμου 3863/2010,
την εισαγωγή της προϋπόθεσης των 4.500 ενσήμων (15ετία),
τον ορισμό ως βάση υπολογισμού των μηνιαίων εισφορών του βασικού μισθού της ΕΓΣΣΕ,
την εισαγωγή κυρώσεων σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων του εργοδότη με σημαντικότερη την αναγνώριση της απόλυσης ως άκυρης με όλες τις έννομες συνέπειες της ακυρότητας,
την θέσπιση της δυνατότητας συμμετοχής σε προγράμματα απασχόλησης μακροχρόνια ανέργων στο δημόσιο τομέα.

Άρθρο 73: εισάγεται η επιταγή απόκτησης επαγγελματικών προσόντων για την πρόσβαση σε προγράμματα κατάρτισης και ενεργητικής απασχόλησης.

Άρθρο 88: καταργείται το ΠΑΕΠ και η ΕΚΑΕ ενώ συστήνεται το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρωπίνου Δυναμικού.

Άρθρο 89: ρυθμίζονται θέματα συγκρότησης του ΟΜΕΔ σε αντικατάσταση των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 16 του νόμου 3899/2010.





Παράρτημα 1

Απόσπασμα από το Καψάλης Απόστολος, Αδήλωτη απασχόληση και μετανάστευση: «νομιμοποίηση» των μεταναστών μέσα από την εργασία τους ή νομιμοποίηση της εργασίας τους, στο Μωυσίδης Α., Παπαδοπούλου Δ., Η κοινωνική ενσωμάτωση των μεταναστών στην Ελλάδα, εκδ. Κριτική, 2011.

Ο ορισμός της αδήλωτης απασχόλησης

Σύμφωνα με τον επίσημο κοινοτικό ορισμό με τον όρο αδήλωτη εργασία νοούνται όλες οι αμειβόμενες δραστηριότητες που είναι νόμιμες ως προς την φύση τους αλλά δεν δηλώνονται στις δημόσιες αρχές, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών κανονιστικών ρυθμίσεων, που εφαρμόζονται στα διαφορετικά κράτη (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 1998).

Σαφής ορισμός της αδήλωτης εργασίας στην ελληνική εργατική νομοθεσία δεν εντοπίζεται. Όμως, είναι γεγονός ότι, σε ό,τι αφορά στην συσχέτιση του επίσημου ορισμού με τις προσλαμβάνουσες διαστάσεις και υποδηλώσεις της έννοιας αυτής στην Ελλάδα, είναι απαραίτητο να γίνουν ορισμένες επισημάνσεις (Kikilias at al., 2008):

Κατ’ αρχήν, ο επίσημος ορισμός αποδεικνύεται επαρκής για το προσδιορισμό, μόνον, της απολύτως αδήλωτης εργασίας, αυτής, δηλαδή, η οποία διοικητικά είναι ανύπαρκτη, αφού κανένα από τα επιμέρους στοιχεία της δεν έχει δηλωθεί σε κάποια αρμόδια υπηρεσία.

Αντιθέτως, μια αμειβόμενη δραστηριότητα μπορεί να είναι δηλωμένη σε κάποια από τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές (στις οποίες θα έπρεπε να δηλωθεί) ή να είναι δηλωμένη σε όλες τις αρμόδιες αρχές, αλλά όχι με τους όρους που επιβάλλεται ή όχι στο σύνολο της έκτασής της. Με άλλα λόγια η επιδίωξη από τον εργοδότη ή τον εργαζόμενο οικονομικών ωφελημάτων φορολογικής ή μισθολογικής φύσης καταλήγουν συχνά στην δήλωση της εργασίας με ακατάλληλο ή με ελλιπή τρόπο ως προς τις οριζόμενες νόμιμες διατυπώσεις.

Θα πρέπει, επίσης, να διευκρινιστεί ότι -κατά κανόνα- μια κατ’ ουσία ή τυπικά εξαρτημένη απασχόληση ιδιωτικού δικαίου, στον ιδιωτικό και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, πρέπει να δηλώνεται στο ΙΚΑ και στον ΟΑΕΔ, ενώ εάν πρόκειται για σχέση εργασίας αορίστου χρόνου και πλήρους απασχόλησης στα μητρώα του ΙΚΑ θα πρέπει να συνεπάγεται στατιστικά 25 ένσημα/ ημέρες ασφάλισης κατά μήνα και 300 ένσημα/ ημέρες ασφάλισης κατ’ έτος.

Για τους υπαλλήλους και κάποιες άλλες κατηγορίες εργαζομένων (με το σύστημα του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας και της μηνιαίας αμοιβής) υφίσταται το τεκμήριο των 25 ενσήμων ανά μήνα και των 300 κατ’ έτος.

Όμως, για όσους απασχολούνται με το σύστημα της ημερήσιας αποζημίωσης (μεροκάματο) τα ένσημα, δηλαδή οι διοικητικά δηλωθείσες ημέρες ασφάλισης, κυμαίνονται κατ’ έτος από 1 έως 300, ανάλογα: α) με το αριθμό των πραγματικών ημερών εργασίας και β) με τον αριθμό των δηλωθέντων στο ΙΚΑ ημερών επί του συνόλου των πραγματοποιηθέντων ημερών εργασίας (για παράδειγμα πραγματοποιούνται σε ένα μήνα από έναν σερβιτόρο 25 ημέρες εργασίας, αλλά δηλώνονται στο ΙΚΑ οι 12 ή οι 16).

Έτσι, ως προς την έκταση της παρεχόμενης μισθωτής εργασίας, πρέπει να γίνει λόγος:

α) για πλήρως αδήλωτη απασχόληση, όταν ένα ποσοτικό στοιχείο αυτής είναι εις ολόκληρον διοικητικά αδήλωτο («συστέγαση» δικηγόρου στο γραφείο του εργοδότη του -φυσικού ή νομικού προσώπου- και αδήλωτη «αμοιβή» στο χέρι) και

β) για μερικώς δηλωμένη ή μερικώς αδήλωτη εργασία, όταν ένα τμήμα κάποιου ποσοτικού χαρακτηριστικού αυτής δεν είναι δηλωμένο (πχ. ο συνολικός αριθμός των υπερωριών ή όταν τυπικά η σύμβαση είναι μερικής απασχόλησης -μειωμένες αποδοχές-, αλλά κατ’ ουσία παρέχεται πλήρης απασχόληση και αμείβεται ως προς το επιπλέον ποσό –«στο χέρι»-).

Ως προς την διοικητική διάσταση της δήλωσης της παρεχόμενης εργασίας πρέπει να γίνει λόγος για πλημμελώς ή για μη καταλλήλως δηλωμένη εργασία όταν:

α) η εργασία δεν δηλώνεται στον κατάλληλο αρμόδιο διοικητικό φορέα, αλλά σε κάποιον άλλο, είτε πρόκειται για ασφαλιστικό φορέα ή για φορολογική αρχή (π.χ. ΟΓΑ ή ΤΕΒΕ αντί ΙΚΑ, ΔΟΥ αντί ΙΚΑ, ως σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι ως εξαρτημένη εργασία),

β) όταν δηλώνεται στην κατάλληλη διοικητική υπηρεσία, αλλά όχι με τις πραγματικές ή νόμιμες διατυπώσεις και διαστάσεις (π.χ. ως μερικής αντί για πλήρους απασχόλησης, ως ορισμένης διάρκειας και όχι ως αορίστου χρόνου),

γ) όταν δηλώνεται στον κατάλληλο (ασφαλιστικό ή φορολογικό) φορέα, αλλά από τον μη νόμιμο υπόχρεο (π.χ. από τον ίδιο τον εργαζόμενο και όχι από τον εργοδότη).

Προφανώς, όσα προηγήθηκαν, επειδή ενδιαφέρουν, ταυτόχρονα, από φορολογικής, εργασιακής και κοινωνικοασφαλιστικής άποψης, δεν αποτελούν παραμέτρους ενός θέματος σχετικού με την αρμόζουσα λεκτική διατύπωση, αλλά με την ολοκληρωμένη προσέγγιση και αντιμετώπιση του φαινομένου της αδήλωτης εργασίας στην ελληνική περίπτωση.

Η προηγούμενη περιληπτική ανάλυση αποκτά επιπλέον ενδιαφέρον στην περίπτωση της εργασίας των μεταναστών μισθωτών διότι, όπως θα αναφερθεί και στην συνέχεια, η μερική ή η πλημμελής δήλωση της εργασίας τους, από την μία συνιστά ένα πολύ συχνό πρόβλημα στον επαγγελματικό τους βίο και από την άλλη, συνεπάγεται υπό όρους την απώλεια του επίσημου καθεστώτος διαμονής και εργασίας, άρα τον εγκλωβισμό τους στην πλήρως αδήλωτη απασχόληση.

Παράρτημα 2

Από την πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ με θέμα «Ρύθμιση του καθεστώτος διαμονής και εργασίας των ανεπίσημων μεταναστών» η οποία κατατέθηκε στις 21/03/2011.



Κεφάλαιο τέταρτο

Κυρώσεις, κίνητρα και αντικίνητρα για την καταπολέμηση της αδήλωτης απασχόλησης

Άρθρο 17

Η απασχόληση με βάση τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην οικεία ασφαλιστική και εργατική νομοθεσία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση, τόσο του εργαζόμενου, όσο και του εργοδότη. Η παραβίαση της υποχρέωσης αυτής στην περίπτωση των υπηκόων τρίτων χωρών, πέρα όσων ισχύουν γενικώς, επισείει τις κυρώσεις των επομένων άρθρων του παρόντος.

Άρθρο 18

1. Για την έκδοση και την ανανέωση της άδειας διαμονής σε εφαρμογή του παρόντος δεν απαιτείται πλέον η προσκόμιση βεβαίωσης από τον φορέα κύριας ασφάλισης, από την οποία να προκύπτει ένας συγκεκριμένος κατ’ έτος αριθμός ενσήμων.

2. Εφόσον, προαιρετικά, κατά την υποβολή του αιτήματος για την έκδοση ή την ανανέωση της άδειας διαμονής προσκομίζεται βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα από την οποία προκύπτει συγκεκριμένος αριθμός εργάσιμων ημερών σε ετήσια βάση και ανάλογα με τον αριθμό αυτόν, παρέχονται ελαφρύνσεις φορολογικής και κοινωνικοασφαλιστικής φύσης στον εργαζόμενο και στον εργοδότη. Με προεδρικό διάταγμα του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, ορίζονται επακριβώς οι ελαφρύνσεις αυτές, η κλιμάκωσή τους αναλόγως του αριθμού των ενσήμων, καθώς και η διαδικασία απόδοσής τους.

Άρθρο 19

1. Στους εργοδότες, όταν πιστοποιείται από τις αρμόδιες αρχές ότι απασχολούν υπηκόους τρίτων χωρών με καθεστώς αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας, επιβάλλεται χρηματικό πρόστιμο 15.000 ευρώ για κάθε περίπτωση εργαζομένου. Σε περίπτωση υποτροπής το χρηματικό πρόστιμο διπλασιάζεται και ο εργοδότης τιμωρείται με ποινή τουλάχιστον 6 μηνών.

2. Στους εργαζόμενους υπηκόους τρίτων χωρών, όταν πιστοποιείται απασχόληση σε καθεστώς αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας επιβάλλεται χρηματικό πρόστιμο 500 ευρώ. Σε περίπτωση πρώτης υποτροπής το ποσό του προστίμου διπλασιάζεται και σε περίπτωση δεύτερης υποτροπής το ποσό τριπλασιάζεται, αφαιρείται η άδεια διαμονής εφόσον υπάρχει, ενώ σε κάθε περίπτωση αναστέλλεται επί πενταετία το δικαίωμα υποβολής αίτησης για έκδοση ή ανανέωση άδειας διαμονής.

3. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών, οι οποίοι διαθέτουν άδεια διαμονής σε ισχύ, υποχρεούνται να καταγγείλουν σε διάστημα το αργότερο τριών μηνών περιστατικά αδήλωτης ή ανασφάλιστης απασχόλησης τους. Η καταγγελία είναι έγγραφη και κατατίθεται στις κατά τόπους αρμόδιες υπηρεσίες του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, οι οποίες υποχρεούνται στην εξέταση της καταγγελίας εντός 15 ημερών. Η καταγγελία δύναται να κατατεθεί και από συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων οποιασδήποτε βαθμίδας, ανεξάρτητα από την συμμετοχή ή μη του εργαζομένου, στον οποίο αφορά η καταγγελία, στην καταγγέλλουσα ή σε άλλη συνδικαλιστική οργάνωση.

4. Η καταγγελία της σχέσης εργασίας του εργαζομένου σε περίπτωση διοικητικής καταγγελίας ή επιβολής κυρώσεων εξαιτίας περιστατικού αδήλωτης απασχόλησης είναι παράνομη και αυτοδικαίως άκυρη. Η καταγγελία της σχέσης εργασίας τεκμαίρεται ότι είναι άκυρη εφόσον συντελείται σε διάστημα ενός έτους από την ημερομηνία της διοικητικής καταγγελίας ή της επιβολής των κυρώσεων για αδήλωτη απασχόληση. Ο εργοδότης που προβαίνει σε καταγγελία της σχέσης εργασίας κατά παράβαση της παραγράφου αυτής τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.

5. Οι παράγραφοι 1-4 του παρόντος άρθρου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για περιπτώσεις αδήλωτης απασχόλησης ελλήνων εργαζομένων τηρουμένων των εν ισχύ διατάξεων της εν γένει εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: